- περιθωριακός
- -ή, -ό, Ν [περιθώριο]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιθώριο («περιθωριακές σημειώσεις)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιθώριο τής κοινωνίας (α. «περιθωριακή μειονότητα» — σύνολο ατόμων με ιδιόρρυθμη κοινωνική συμπεριφορά και με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την μη ένταξή του, εθελούσια ή αναγκαστική, στα ισχύοντα κοινωνικά πλαίσιαβ. «περιθωριακό άτομο» γ. «περιθωριακός τύπος»)3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. άτομο που ζει στο περιθώριο τής κοινωνίας, που οι ενέργειες και η συμπεριφορά του δεν εντάσσονται στα κοινώς αποδεκτά πλαίσια κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Dictionary of Greek. 2013.